- τρικύμισμα
- το, Ν [τρικυμίζω]1. εμφάνιση τρικυμίας, φουρτούνιασμα2. μτφ. αναταραχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρικύμισμα — το, ατος δημιουργία τρικυμίας, εμφάνιση φουρτούνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)